ασύζευκτος
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσύζευκτος, -ον)
συζεύγνυμι, -ύω]
αζευγάρωτος
νεοελλ.
1. άγαμος
2. αταίριαστος.