ατμομηχανή

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

η
1. μηχανή που παράγει κίνηση από την παλινδρομική κίνηση ενός εμβόλου μέσα σε έναν κύλινδρο με τη βοήθεια ατμού
2. η ατμάμαξα του σιδηροδρομικού συρμού.