ατράνταχτος
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
-η, -ο·1. ακλόνητος, αμετακίνητος, στερεός
2. ακράδαντος, αδιάσειστος («ατράνταχτα επιχειρήματα»)
3. (για πράγματα) τρανός, επιβλητικός, τεράστιος («ατράνταχτη προίκα, περιουσία»).