άτεκνος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτεκνος, -ον) τέκνον
αυτός που δεν έχει αποκτήσει παιδιά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το άτεκνο
1. στειρωτικό βότανο
2. στειρωτικό φάρμακο
αρχ.
1. ανίκανος να τεκνοποιήσει, στείρος
2. ενεργ. αυτός που προκαλεί ατεκνία ή ακαρπία.