ασυναρμολόγητος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συναρμολογηθεί, να ταιριάσουν τα μέλη του σωστά
2. (για ιδέες, απόψεις κ.λπ.) αυτός που δεν ενέχει λογικό ειρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Στέφανο Κουμανούδη].