αττικίζω

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀττικίζω) αττικός
μιλώ ή γράφω στην αττική διάλεκτο, μιμούμαι την αττική διάλεκτο
αρχ.
παίρνω το μέρος των Αθηναίων, τάσσομαι με τους Αθηναίους.