άτροπος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄτροπος, -ον)
αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους, που συμπεριφέρεται με απρέπεια
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με κυριότερο είδος την Atropa belladonna (μπελαντόνα), που περιέχει πολύτιμες φαρμακευτικές ουσίες
αρχ.
1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος
2. άκαμπτος, αδυσώπητος
3. (για γη) ακαλλιέργητος
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἄτροπος
η μία από τις τρεις Μοίρες
5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἄτρεπτα
το πεπρωμένο.