Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀττάκης

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττάκης Medium diacritics: ἀττάκης Low diacritics: αττάκης Capitals: ΑΤΤΑΚΗΣ
Transliteration A: attákēs Transliteration B: attakēs Transliteration C: attakis Beta Code: a)tta/khs

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of

   A locust, LXX Le.11.22 (ἀττακύς Al. ibid.): —also ἄττακος, ὁ, Aristeas 145, Ph.1.85.

German (Pape)

[Seite 389] ὁ, eine Heuschreckenart, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀττάκης: -ου, ὁ, εἶδος ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. λέξις Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ ἄττακος· ― Πρβλ. ἀττέλαβος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): tb. ἄττακος Aristeas 145; ἀττακός Ph.1.85
entom. cierta langosta LXX Le.11.22, Aristeas l.c., Ph.l.c.

Greek Monolingual

ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α)
είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος].