αὖθι επίρρ. (Α)1. τοπ. σ' αυτό το σημείο, εκεί2. χρον. αμέσως, παρευθύς3. αύθις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόθι, με συλλαβική ανομοίωση. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη σημασία του αύθις.ΣΥΝΘ. αρχ. αυθιγενής].