αύθις

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α)
1. πίσω στο ίδιο σημείο απ' όπου ξεκίνησε κανείςαὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε»)
2. χρον. πάλι, ξανά
3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» — αυτά θα τα επανεξετάσουμε σύντομα)
4. στο εξής, από δω και πέρα
5. αφετέρου, επιπλέον
6. φρ. οἱ αὖθις
οι μεταγενέστεροι, οι κατοπινοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αύθις καθώς και ο παράλληλος επικ. και ιων. τ. αύτις (πρβλ. οσκ. auti) ανάγονται στο επίρρ. αυ. Ο τ. αύθις προήλθε πιθ. από συμφυρμό των αύτις και αύθι και το δασύ -θ- του τ. ερμηνεύεται αναλογικά προς το αύθι και τα επιρρ. σε -θι].