αυλώ

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-έω) (Α) αυλός
Ι.1. παίζω αυλό
2. παίζω μουσική
II. (-ούμαι)
1. (για μελωδία) εκτελούμαι με αυλό ή με τη συνοδεία αυλού
2. (για κλειστό χώρο) αντηχώ από τη μελωδία αυλού
3. (για πρόσωπα) διασκεδάζω, ή βαδίζω στη μάχη με τη συνοδεία αυλού.