αυτοκρατορία
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
η (AM αὐτοκρατορία)
μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης, απόλυτη εξουσία
μσν.- νεοελλ.
το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος
νεοελλ.
1. έθνος ή χώρα που διοικείται από αυτοκράτορα
2. σύνολο χωρών που κυβερνώνται από την ίδια εξουσία
3. κάθε μεγάλο έθνος ή κράτος ανεξάρτητα από τη μορφή διακυβέρνησής του
4. πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός ή εταιρεία.