αυτοκρατορία

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

η (AM αὐτοκρατορία)
μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης, απόλυτη εξουσία
μσν.- νεοελλ.
το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος
νεοελλ.
1. έθνος ή χώρα που διοικείται από αυτοκράτορα
2. σύνολο χωρών που κυβερνώνται από την ίδια εξουσία
3. κάθε μεγάλο έθνος ή κράτος ανεξάρτητα από τη μορφή διακυβέρνησής του
4. πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός ή εταιρεία.