αυτοκρατορία

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

η (AM αὐτοκρατορία)
μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης, απόλυτη εξουσία
μσν.- νεοελλ.
το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος
νεοελλ.
1. έθνος ή χώρα που διοικείται από αυτοκράτορα
2. σύνολο χωρών που κυβερνώνται από την ίδια εξουσία
3. κάθε μεγάλο έθνος ή κράτος ανεξάρτητα από τη μορφή διακυβέρνησής του
4. πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός ή εταιρεία.