Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
ἀφαμαρτοεπής, -ές (Α)αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αμαρτοεπής].