αφαμαρτοεπής

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

ἀφαμαρτοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αμαρτοεπής].