κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
ο (ΑΜ αὐτόχθων, -ον) χθων1. ως ουσ. αυτός που κατοικεί στη χώρα όπου γεννήθηκε, γηγενής2. ως επίθ. ντόπιος, επιχώριος.