αχείρωτος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
ἀχείρωτος, -ον (AM) χειρώ
ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος
αρχ.
φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα»
(για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου.