Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
[Seite 427] ὁ, = βακχευτής, Soph. O. C. 683, vor Herm. βακχειώτης.
ου (ὁ) :
qui se livre à des transports bachiques.
Étymologie: Βάκχιος.
βακχιώτης, ο (Α) Βάκχος
ο βακχευτής.