βάψιμο
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
το (Μ βάψιμον)
το να βάφει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου
2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω.