βήλον

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

βῆλον, το (AM)
παραπέτασμα
μσν.
1. κομμάτι από πανί
2. καλύπτρα της κεφαλής άγιων μορφών
3. λάβαρο, σημαία
4. ο πυργίσκος στον ιππόδρομο, όπου υψωνόταν το βήλον για ν' αρχίσουν οι ιπποδρομίες
αρχ.
το πανί του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. velum «ύφασμα, κάλυμμα»].