Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουβάλι

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ και βουβάλιν)
μσν.- νεοελλ.
ο βούβαλος
νεοελλ.
1. χοντρός και άκομψος άνθρωπος
2. νωθρός και ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το βους, εκτός εάν η σύνδεση οφείλεται σε παρετυμολογία. Ο σχηματισμός της λ. παραμένει ασαφής, ενώ η φωνητική συμπτωση με το λατ. būbulus «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βόδι» πρέπει να είναι τυχαία].