ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ηπράσινη σαύρα η οποία κατά τη λαϊκή παράδοση βγαίνει όταν βρέχει.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ουσ.) βροντάλα < βροντή].