βραχνάς

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς)
νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο κάθεται πάνω στο στήθος του κοιμισμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρχνάς < μσν. βαρυχνάς < βαρυφνάς < βαρυπνάς < βαρυ-υπνάς < βαρύς + ύπνος].