βραχνάς
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
και σβραχνάς και βαρυπνάς, ο (Μ βαρυχνᾱς και βαρυπνᾱς)
νυχτερινός εφιάλτης, αποπνικτική κατάσταση κατά τη διάρκεια του ύπνου που προέρχεται από δυσπεψία ή άλλα παθολογικά αίτια, ενώ κατά τη λαϊκή παράδοση προκαλείται από δαιμονικό το οποίο κάθεται πάνω στο στήθος του κοιμισμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρχνάς < μσν. βαρυχνάς < βαρυφνάς < βαρυπνάς < βαρυ-υπνάς < βαρύς + ύπνος].