βυρσοτενής

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυρσοτενής Medium diacritics: βυρσοτενής Low diacritics: βυρσοτενής Capitals: ΒΥΡΣΟΤΕΝΗΣ
Transliteration A: byrsotenḗs Transliteration B: byrsotenēs Transliteration C: vyrsotenis Beta Code: bursotenh/s

English (LSJ)

ές,

   A = βυρσότονος, τύμπανα E.Hel.1347 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 468] ές, mit Leder überspannt, τύμπανα Eur. Hel. 1367.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοτενής: -ές, = βυρσότονος, τύμπανα Εὐρ. Ἑλ. 1347.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu de peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, τείνω.

Spanish (DGE)

-ές de piel tensa τύπανα E.Hel.1347.

Greek Monolingual

βυρσοτενής, -ές (Α)
φρ. «βυρσοτενῆ τύμπανα» — τα τύμπανα που έχουν επάνω τους τεντωμένο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -τενής < τείνω.