γαλιάντρα

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

η
1. το πτηνό Κορυδαλλός ο κάλανδρος, η καλάνδρα
2. (για αοιδό) καλλίφωνος
3. ειρων. φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλανδρος «είδος κορυδαλλού» ή < ιταλ. calandra < αρχ. κάλανδρος].