νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω
2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τον απογυμνώνω
3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά
4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ' τη θήκη
II. γδύνομαι
βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ' αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω < αρχ. εκδύνω, ιων. τ. του εκδύω].