γαλακτόχρους

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ουν (Α γαλακτόχρους, -ουν)
αυτός που έχει το χρώμα του γάλακτος, άσπρος σαν το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -χρους < -χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. ερυθρόχρους, χαλκόχρους)].