γαλακτόχρους
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
-ουν (Α γαλακτόχρους, -ουν)
αυτός που έχει το χρώμα του γάλακτος, άσπρος σαν το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -χρους < -χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. ερυθρόχρους, χαλκόχρους)].