γενικεύω

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

1. μετατρέπω κάτι από μερικό σε γενικό
2. επεκτείνω
3. καθιστώ κάτι κοινό σε πολλούς, το διαδίδω
4. παθ. μπορώ να γενικευθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στα Πρακτικά Γερουσίας Ιονίου Κράτους].