Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
γαστρίοικος: -ον, ὁ ἐν τῇ γαστρὶ οἰκῶν, ἴδε Λεξ. Κουμ.
γαστρίοικος, -ον (Μ)
αυτός που κατοικεί στην κοιλιά, που έχει την έδρα του στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -οικος < οίκος].