κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
το και γεροντάκος και -κης και γεράκος και γερούλης, ο1. μικρόσωμος ή αξιολύπητος γέρος2. (θωπευτικά) ο γέρος3. (πτηνλ.) κν. ονομασία της Νήσσας της χειμερινής.