γεφυρεργάτης
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A = γεφυροποιός, Tz.H.2.82.
Greek (Liddell-Scott)
γεφῡρεργάτης: -ου, ὁ, =γεφυροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 82.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ constructor de puentes, Ἀπολλόδωρος γ. Tz.H.2.85.
Greek Monolingual
γεφυρεργάτης, ο (Μ)
γεφυροποιός.