γεροδένω
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
Greek Monolingual
1. δένω στερεά
2. (για υποθέσεις ή δουλειές) οργανώνω καλά, εξασφαλίζω
3. (μτχ.) γεροδεμένος, -η, -ο
α) (για πράγματα) στερεός
β) (για άνθρωπο) λεβεντόκορμος, ρωμαλέος, αθλητικός.