στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
η (AM γλωττίς) γλώττα
1. μικρή γλώσσα
2. στόμιο πνευστού μουσικού οργάνου και κυρίως του αυλού, όπου εισάγεται το μικρό καλάμι
νεοελλ.
1. βέλος ζυγού που δείχνει την ισορροπία
2. απόφυση στη βάση τών φύλλων μερικών φυτών·