πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
-ή, -ό γονατίζω
1. πεσμένος στα γόνατα, γονυκλινής
2. το θηλ. ως ουσ. η Γονατιστή
η εορτή της Πεντηκοστής.