γομφοπαγής

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομφοπᾰγής Medium diacritics: γομφοπαγής Low diacritics: γομφοπαγής Capitals: ΓΟΜΦΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gomphopagḗs Transliteration B: gomphopagēs Transliteration C: gomfopagis Beta Code: gomfopagh/s

English (LSJ)

ές,

   A fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra.824.

German (Pape)

[Seite 500] ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.

Greek (Liddell-Scott)

γομφοπᾰγής: ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, καλῶς συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824.

Spanish (DGE)

(γομφοπᾰγής) -ές
unido con pernos fig. de las largas palabras compuestas de Esquilo, Ar.Ra.824.

Greek Monolingual

-ές (Α)
1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά
2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -παγής < (θ.) παγ-, επάγην (βλ. πήγνυμι)].