γραμμάτιο

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (AM γραμμάτιον)
έγγραφη εντολή προς εξόφληση χρηματικού ποσού σε καθορισμένη ημερομηνία
(αρχ. μσν.) επιστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. γράμμα. Η λ. γραμμάτιο «επιστολή» πέρασε στην ορολογία τών οικονομικών επιστημών και ειδικότερα σ' αυτή του αστικού-εμπορικού δικαίου (πρβλ. συναλλαγματική)].