δαιμονομανής

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
1. αυτός που νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα, ο δαιμονοπαθής
2. ο προσηλωμένος φανατικά στη δαιμονολατρία
3. ο ασχολούμενος εντατικά με έρευνες σχετικές με τους δαίμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν].