δαιμονομανής
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monolingual
(-ούς), -ές
1. αυτός που νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα, ο δαιμονοπαθής
2. ο προσηλωμένος φανατικά στη δαιμονολατρία
3. ο ασχολούμενος εντατικά με έρευνες σχετικές με τους δαίμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν].