δακτυλιοειδής

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου
2. ανατ. «δακτυλιοειδής χόνδρος» — ο κατώτερος από αυτούς που αποτελούν τον σκελετό του λάρυγγα
3. αστρον. «δακτυλιοειδής έκλειψη ηλίου» — ηλιακή έκλειψη κατά την οποία ο μαύρος δίσκος της Σελήνης δεν καλύπτει εντελώς τον δίσκο του Ήλιου και αφήνει γύρω απ' αυτόν ένα στενό φωτεινό δακτύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ειδής < είδος. Η λ. μαρτυρείται στον Κωνστ. Κούμα].