δασολογία

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

η
επιστήμη η οποία ασχολείται με την έρευνα της δασικής οικονομίας ή δασοπονίας, με την εξασφάλιση δηλ. του συνόλου τών οικονομικών αγαθών τα οποία μπορούν να παράγουν τα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο].