δακτυλογράφος
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
Greek Monolingual
ο, η
1. αυτός που ξέρει να γράφει με γραφομηχανή
2. υπάλληλος που ασχολείται ειδικά με το γράψιμο στη γραφομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δακτυλογράφος είναι πιθ. απόδοση ξεν. όρου].