δασμολόγιο
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
το
1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται
2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» — αυτό που προστατεύει την εγχώρια βιομηχανία επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς σε εισαγόμενα εμπορεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + -λόγιο < λόγος. Η λ. δασμολόγιον μαρτυρείται από το 1882 στο περιοδικό σύγγραμμα Οικονομική Επιθεώρησις].