δασμολόγιο

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

το
1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται
2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» — αυτό που προστατεύει την εγχώρια βιομηχανία επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς σε εισαγόμενα εμπορεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + -λόγιο < λόγος. Η λ. δασμολόγιον μαρτυρείται από το 1882 στο περιοδικό σύγγραμμα Οικονομική Επιθεώρησις].