το1. συλλογή δειγμάτων από εμπορεύματά για επίδειξη στους αγοραστές2. ακατάστατη παράθεση αταίριαστων αντικειμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα (-ατος) + -λόγιο < -λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ευχολόγιο, λεξιλόγιο)].