δεσποτισμός

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυθαίρετος τρόπος, αυταρχική συμπεριφορά
2. η δεσποτεία, η κυριαρχία της θελήσεως μιας τάξεως ή ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξένου όρου
πρβλ. γαλλ. despotisme. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή].