δημεραστής

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημεραστής Medium diacritics: δημεραστής Low diacritics: δημεραστής Capitals: ΔΗΜΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmerastḗs Transliteration B: dēmerastēs Transliteration C: dimerastis Beta Code: dhmerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A friend of the people, Pl.Alc.1.132a, D.C.47.38:— hence Subst. δημεραστ-ία, ἡ, Poll.3.65, and Adj. δημεραστ-ικός, ή, όν, friendly to the people, Procl.in Alc.p.146 C.

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Volkssecund, Plat. Alc. I, 132 a; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημεραστής: -οῦ, ὁ, φίλος τοῦ λαοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ardent ami du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐραστής.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Grafía: acent. δημεράστ- D.C.47.38.3
enamorado del pueblo, amigo del pueblo irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.Alc.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10
peyor. δημολόγος τε καὶ δ. Them.Or.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.in EN 616.13.

Greek Monolingual

δημεραστής, ο (Α)
ο εραστής του δήμου
αυτός που επιδεικνύει υπερβολική αγάπη για τον λαό.