πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
δενδροφυῶ (-έω) (Α) δενδροφυής(για τόπο) ευνοώ τη βλάστηση και ανάπτυξη δένδρων.