διαθεσιμότητα

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του διαθέσιμου (προσώπου ή πράγματος)
2. η απομάκρυνση υπαλλήλου από την οργανική θέση του για ένα διάστημα
3. φρ. «τιμητική διαθεσιμότητα» — κατάσταση αξιωματικών που κατέστησαν ανίκανοι εξαιτίας σοβαρών τραυμάτων ή κακουχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].