διαθεσιμότητα
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του διαθέσιμου (προσώπου ή πράγματος)
2. η απομάκρυνση υπαλλήλου από την οργανική θέση του για ένα διάστημα
3. φρ. «τιμητική διαθεσιμότητα» — κατάσταση αξιωματικών που κατέστησαν ανίκανοι εξαιτίας σοβαρών τραυμάτων ή κακουχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].