ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
το (Α διαζύγιον) διαζευγνύω1. η διάλυση γάμου ζώντων τών συζύγων2. επίσημο όργανο διάλυσης γάμουαρχ.φρ. «διαζύγιον δίδωμί τινι» — απορρίπτω, αποβάλλω.