διακεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακεδάννῡμι Medium diacritics: διακεδάννυμι Low diacritics: διακεδάννυμι Capitals: ΔΙΑΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: diakedánnymi Transliteration B: diakedannymi Transliteration C: diakedannymi Beta Code: diakeda/nnumi

English (LSJ)

   A scatter abroad, δούρατα A.R.2.1126 (tm.); shed abroad, κῶμα Nic.Al.458 (tm.).

Spanish (DGE)

• Morfología: sólo en tm.; v. tb. διασκεδάννυμι
1 esparcir, desparramar ἄελλαι νηὸς ... διὰ δούρατα πάντ' ἐκέδασσαν A.R.2.1126, cf. Q.S.12.567.
2 destrozar, hacer trizas κείνην (νῆα) ... διὰ κῦμ' ἐκέδασσε A.R.2.1189, σε Τρῶες ἀμφιτόμοις ξιφέεσσι διὰ μελεϊστὶ κέδασσαν Q.S.5.208, cf. 6.380
fig. asolar τὰ μὲν διὰ πάντα κέδασσεν ἥδ' ὀλοὴ βούβρωστις Epic.Alex.Adesp.4.19.
3 alejar, disipar ὀλοὸν ... κῶμα Nic.Al.458.

Greek Monolingual

διακεδάννυμι (Α)
διασκορπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι.