διάδοση
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
η (AM διάδοσις)
μετάδοση, εξάπλωση, κοινολόγηση
νεοελλ.
ανεξακρίβωτη φήμη, πληροφορία, αδέσποτη είδηση
αρχ.
1. παραχώρηση, διανομή, μοίρασμα
2. επικοινωνία
3. ανταλλαγή.